- Ζάμπια
- Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ζάμπια Έκταση: 752.614 τ. χλμ Πληθυσμός: 10.285.631 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Λουσάκα (1.318.000 κάτ. το 2002)Κράτος της νοτιοκεντρικής Αφρικής. Συνορεύει Β με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και την Τανζανία, Α με το Μαλάουι, Ν με τη Μοζαμβίκη, τη Ζιμπάμπουε και τη Ναμίμπια, και Δ με την Αγκόλα.Η Ζ., που βρίσκεται ακριβώς στο κέντρο του νότιου τμήματος της ηπείρου, δεν έχει διεξόδους στη θάλασσα. Ως ανεξάρτητο κράτος η Ζ. (η ονομασία της οποίας προέρχεται από τον ποταμό Ζαμβέζη, που χωρίζει τη χώρα από τη Ζιμπάμπουε) δημιουργήθηκε από τη διάλυση της Ομοσπονδίας της Ροδεσίας (σημερινή Ζιμπάμπουε) και της Νιασαλάνδης (σημερινό Μαλάουι), που ιδρύθηκε το 1953 υπό τη βρετανική κηδεμονία.Διοικητικά, η χώρα διαιρείται σε εννιά διαμερίσματα που διοικούνται από έναν κυβερνήτη (αρχηγό). Τα 9 διαμερίσματα είναι τα εξής (σε παρένθεση ο πληθυσμός με στοιχεία της τελευταίας απογραφής, η οποία έγινε το 2000): Ανατολική Ζ. (Eastern, 1.300.973), Βόρεια Ζ. (Northern, 1.407.088), Κεντρική Ζ. (Central, 1.006.766), Κόπερμπελτ (Copperbelt, 1.657.646), Λουαπούλα (Luapula, 784.613), Λουσάκα (Lusaka, 1.432.401), Βορειοδυτική Ζ. (Northwestern, 610.975), Νότια Ζ. (Southern, 1.302.660) και Δυτική Ζ. (Western, 782.509).Επίσημη γλώσσα του κράτους είναι η αγγλική, αν και από τον πληθυσμό ομιλούνται 70 και πλέον τοπικές διάλεκτοι. Οι αφρικανικές διάλεκτοι που ομιλούνται περισσότερο είναι η τσέουα, διάλεκτος της Nιάνζα, η τόνγκα, η λουβάλε και η λόζι. Οι αφρικανικές φυλές αποτελούν το 98,9% του πληθυσμού της Ζ., ενώ υπάρχει και μια μικρή μειονότητα Ευρωπαίων (1,1%).Σύμφωνα με το σύνταγμα του 1991, η Ζ. είναι πολυκομματική δημοκρατία προεδρικού τύπου. Αρχηγός του κράτους είναι ο πρόεδρος της δημοκρατίας, που εκλέγεται με άμεση καθολική ψηφοφορία για μία πενταετία και στον οποίο ανατίθενται σημαντικά καθήκοντα· αυτός είναι επίσης αρχηγός της κυβέρνησης και υπό την ιδιότητά του αυτή ασκεί την εκτελεστική εξουσία μαζί με τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς, τους οποίους διορίζει ο ίδιος. Τη νομοθετική εξουσία ασκεί το κοινοβούλιο, τα μέλη (150) του οποίου εκλέγονται με άμεση καθολική ψηφοφορία για μία πενταετία. Υπάρχει επίσης ένα ειδικό σώμα (η Βουλή των Αρχηγών) με 27 μέλη που εκπροσωπούν αναλογικά τα 9 διαμερίσματα της χώρας. Το σώμα αυτό μπορεί να προτείνει νομοσχέδια και να συζητά προτάσεις που έκανε προς αυτό ο πρόεδρος.Στη χώρα δραστηριοποιούνται 11 κόμματα, από τα οποία κυριαρχούν το κυβερνών Κίνημα για Πολυκομματική Δημοκρατία, το Εθνικό Κόμμα και το Δημοκρατικό Κογκρέσο της Ζ. (Zadeco). Αρχηγός του κράτους είναι από το 2001 ο Λέβι Μουαναουάσα (Levy Mwanawasa).Στην κορυφή του δικαστικού συστήματος της Ζ. είναι το ανώτατο δικαστήριο στο οποίο προεδρεύει ο αρχιδικαστής. Ακολουθούν ένα ανώτερο δικαστήριο και τέσσερα κατώτερα. Το δίκαιο διακρίνεται σε αστικό και ποινικό και βασίζεται στο βρετανικό μοντέλο. Αφρικανικά εθιμικά δίκαια εφαρμόζονται από μικρότερα τοπικά δικαστήρια.Ένα μικρό μέρος του πληθυσμού ακολουθεί ακόμα ανιμιστικές λατρείες, αλλά κυριαρχεί ο χριστιανισμός, που πρεσβεύεται περίπου από το 65% των κατοίκων. Υπάρχει ακόμα σημαντικό ποσοστό μουσουλμάνων και ινδουιστών (περ. 35%).Όλο το εκπαιδευτικό σύστημα αναδιοργανώθηκε με τον νόμο για την εθνική παιδεία που θεσπίστηκε το 1966, ο οποίος κατέστησε ενιαία την εκπαίδευση σε όλη τη χώρα και για όλες τις εθνικές ομάδες, θέτοντάς την υπό τον άμεσο έλεγχο της κυβέρνησης. Η στοιχειώδης εκπαίδευση, δωρεάν στα κρατικά σχολεία, έχει επταετή διάρκεια (από 7-14 ετών), στο τέλος της οποίας οι μαθητές, ύστερα από εξετάσεις, μπορούν να φοιτήσουν δωρεάν σε κολέγια που σε πέντε χρόνια παρέχουν τη μέση εκπαίδευση χωρισμένη σε δύο κύκλους. Άλλες εξετάσεις επιτρέπουν την είσοδο στο πανεπιστήμιο της Ζ. Υπάρχουν ακόμα πολυάριθμες τεχνικές και επαγγελματικές σχολές.Η στρατιωτική θητεία στη Ζ. είναι εθελοντική. Το 2001 υπηρετούσαν στον στρατό ξηράς 20.000 άτομα και στην αεροπορία 1.600.Η γεωλογική δομή της Ζ. είναι σχετικά ομοιόμορφη. Ο βασικός σχηματισμός αποτελείται από μια κρυσταλλική μάζα του αρχαιοζωικού, στην οποία αργότερα εναποτέθηκαν εδάφη ιζηματογενούς προέλευσης, που σχηματίστηκαν στις τελευταίες περιόδους του αρχαιοζωικού, στο παλαιοζωικό και στο μεσοζωικό. Η βραχώδης αυτή μάζα χαρακτηρίζεται επίσης και ως ροδεσιανή και αντιπροσωπεύει τη μετάβαση ανάμεσα στις γεωλογικές περιοχές του Κονγκό και της ανατολικής Αφρικής από τη μία μεριά και της νότιας Αφρικής από την άλλη. Πάνω από την πιο αρχαία σειρά (Basement Complex και Muva Group) ιζηματογενών και μεταμορφωσιγενών πετρωμάτων, στα οποία διείσδυσαν μαγματικοί σχηματισμοί, εκτείνονται γεωλογικές δομές διαφορετικές σε κάθε τμήμα της χώρας. Στα βόρεια υπάρχουν ιζηματογενείς σχηματισμοί του συστήματος Kατάνγκας, πλούσιοι σε ορυκτά (χαλκός, ψευδάργυρος κ.ά.)· ηπειρωτικά συγκροτήματα του συστήματος Kάρο εκτείνονται σε μερικές ζώνες των κεντρικών υψιπέδων του μέσου Ζαμβέζη· πιο πρόσφατοι ψαμμίτες, που σχηματίστηκαν από συμπαγείς άμμους που ανήκουν στο σύστημα Καλαχάρι, βρίσκονται στο δυτικό τμήμα της χώρας. Τέλος, υπάρχουν πρόσφατες τοπικές και λιμναίες προσχώσεις στις ζώνες γύρω στους ποταμούς και στις λίμνες. Τα όρια της ροδεσιανής ηπειρωτικής μάζας για τη Ζ. αντιπροσωπεύονται συνεπώς προς τα βόρεια από τους διάφορους σχηματισμούς του Κονγκό και της ανατολικής Αφρικής· στα ανατολικά ορίζονται πιο καθαρά από τα ρήγματα που πλαισιώνουν τη λίμνη Μαλάουι (Νιάσα) και τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της Pιφτ Bάλεϊ· προς τα νότια σημαδεύονται από την παρουσία της κοιλάδας του Ζαμβέζη· στα δυτικά, τέλος, εμφανίζονται πιο ασαφή. Στο σύνολο μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι η ροδεσιανή μάζα, μέσα στα όρια που αναφέραμε, είναι όμοια με ένα ευρύ ημιθόλιο, που κατεβαίνει αργά γύρω-γύρω εκτός από τα ανατολικά.Το έδαφος της Ζ. ανήκει στη νότια Αφρική και αντιστοιχεί σε ένα εκτεταμένο τμήμα των υψιπέδων που εκτείνονται στα δυτικά της μεγάλης ανατολικοαφρικανικής τάφρου, ανάμεσα στα ορεινά κράσπεδα της κονγκολέζικης λεκάνης και της λεκάνης του Ζαμβέζη. Μεγάλο μέρος της χώρας αντιστοιχεί στη λεκάνη του ποταμού αυτού που για μεγάλο τμήμα, στον μέσο ρου του, αποτελεί τη μεθόριο με τη γειτονική Ζιμπάμπουε, ενώ ο ανώτερος κορμός ρέει στο κέντρο μιας καλά οροθετημένης λεκάνης (Mπαροτσελάνδη), που συνδέεται με τα ηπειρωτικά βαθύπεδα της Καλαχάρι. Από μορφολογική άποψη, το έδαφος αποτελείται από μια μάλλον ομοιόμορφη διαδοχή υψιπέδων, στα οποία υψώνονται εδώ κι εκεί τα λείψανα αρχαίων βραχωδών σχηματισμών. Το ύψος κυμαίνεται κατά μέσο όρο μεταξύ 1.000 και 1.300 μ. Τέταρτος σε μήκος ποταμός της Αφρικής (2.660 χλμ.), ο Ζαμβέζης έχει υδρογραφική λεκάνη 1.330.000 τ. χλμ. Η μέση παροχή του κυμαίνεται γύρω στα 20.000-22.000 κ.μ./δευτ. κοντά στους καταρράκτες της Βικτόριας. Ο ποταμός αυτός πηγάζει σε υψόμετρο 1.100 μ., σε μικρή απόσταση από τα βορειοδυτικά σύνορα της χώρας, κοντά στον υδροκρίτη της κονγκολέζικης λεκάνης. Στο πρώτο τμήμα της διαδρομής του ο Ζαμβέζης παραμένει σε μια κοίτη λίγο βαθιά, με αποτέλεσμα στην Mπαροτσελάνδη να κατακλύζει περιοδικά τις γύρω πεδιάδες, καθιστώντας τις εύφορες με τη λάσπη του. Στη συνέχεια, μετά τον καταρράκτη της Γκόνια, εισέρχεται σε μια στενή και βαθιά κοιλάδα, όμοια συχνά με βαθιά χαράδρα. Εκεί διακόπτεται πολλές φορές από μικρούς και μεγάλους καταρράκτες, ανάμεσα στους οποίους αναφέρουμε τον Mπούμπα, τον Kατίμα Mουλίλο, τους περίφημους καταρράκτες που ανακάλυψε ο Λίβινγκστον το 1855 και τους έδωσε το όνομα της βασίλισσας Βικτορίας και, τέλος, στη Μοζαμβίκη πια, τους καταρράκτες του Kεμπραμπάσα. Ο Ζαμβέζης δέχεται ένα μεγάλο αριθμό παραποτάμων, ανάμεσα στους οποίους ιδιαίτερα πλούσιοι είναι αυτοί που βρίσκονται στα αριστερά του. Από την πλευρά αυτή βρίσκεται ο Kαμπόμπο· πιο κάτω, πέρα από την κλεισώρεια της Kαρίμπα, που φράζεται σήμερα από το ομώνυμο μεγάλο φράγμα, το οποίο σχηματίζει μια μεγάλη τεχνητή λίμνη (λίμνη Kαρίμπα, μήκους 250 χλμ., με χωρητικότητα 110 δισ. κ.μ.), βρίσκεται η συμβολή με τον Kαφούε, τον μεγαλύτερο ποταμό που ρέει ολόκληρος στη Ζ. (800 χλμ.), ο οποίος πηγάζει κι αυτός κοντά στα σύνορα με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Ακόμα, από αριστερά, στα σύνορα με τη Μοζαμβίκη, ο Ζαμβέζης δέχεται τον Λουάνγκουα, που ρέει για 640 χλμ. κατά μήκος των ανατολικών πλαγιών της οροσειράς των Mουτσίνγκα. Και από δεξιά όμως ο Zαμβέζης δέχεται μερικούς σημαντικούς παραποτάμους, που πηγάζουν από την Αγκόλα και ρέουν τουλάχιστον κατά ένα μέρος στη Ζ., όπως ο Λουανγκίνγκα ή άλλοι που προέρχονται από τη Ζιμπάμπουε, όπως ο Σανγκάνι και ο Oυμνιάτι. Το βόρειο τμήμα της χώρας αποστραγγίζεται, αντίθετα, στον ποταμό Κονγκό μέσω της λίμνης Mουέρου.Η Ζ. βρίσκεται ολόκληρη στη λωρίδα που υπόκειται σε ένα τροπικό ηπειρωτικό κλίμα, στο οποίο όμως επιδρά αισθητά το σχετικά μεγάλο υψόμετρο της χώρας, που συμβάλλει στον μετριασμό της θερμοκρασίας.Μεγάλο μέρος του εδάφους καλύπτεται από τη σαβάνα που παίρνει όμως αρκετά διαφορετικά χαρακτηριστικά (από τη σαβάνα-δρυμό στην αραιή σαβάνα και στην ποώδη σαβάνα) σε σχέση με τις κλιματικές συνθήκες. Το δάσος, ισημερινού τύπου, είναι λίγο εκτεταμένο και περιορίζεται στη βόρεια περιοχή, πιο βροχερή, που περιλαμβάνεται μεταξύ των λιμνών Mουέρου, Mπανγκουεούλου και Τανγκανίκα. Η Ζ. είχε άλλοτε, πριν από την άφιξη των Ευρωπαίων, πολύ πλούσια πανίδα. Σήμερα είναι πολύ περιορισμένη η διάδοση της λεοπάρδαλης, της ύαινας, του τσακαλιού, ενώ ο ελέφαντας απαντάται ακόμα στις βόρειες περιοχές· το πιο διαδεδομένο από τα μεγάλα θηλαστικά είναι η αντιλόπη, με μια σημαντική ποικιλία γενών.Το έδαφος της Ζ. ανήκει στη νότια Αφρική και αντιστοιχεί σε ένα εκτεταμένο τμήμα των υψιπέδων που εκτείνονται στα δυτικά της μεγάλης ανατολικοαφρικανικής τάφρου, ανάμεσα στα ορεινά κράσπεδα της κονγκολέζικης λεκάνης και της λεκάνης του Ζαμβέζη. Μεγάλο μέρος της χώρας αντιστοιχεί στη λεκάνη του ποταμού αυτού που για μεγάλο τμήμα, στον μέσο ρου του, αποτελεί τη μεθόριο με τη γειτονική Ζιμπάμπουε, ενώ ο ανώτερος κορμός ρέει στο κέντρο μιας καλά οροθετημένης λεκάνης (Mπαροτσελάνδη), που συνδέεται με τα ηπειρωτικά βαθύπεδα της Καλαχάρι. Από μορφολογική άποψη, το έδαφος αποτελείται από μια μάλλον ομοιόμορφη διαδοχή υψιπέδων, στα οποία υψώνονται εδώ κι εκεί τα λείψανα αρχαίων βραχωδών σχηματισμών. Το ύψος κυμαίνεται κατά μέσο όρο μεταξύ 1.000 και 1.300 μ. Τέταρτος σε μήκος ποταμός της Αφρικής (2.660 χλμ.), ο Ζαμβέζης έχει υδρογραφική λεκάνη 1.330.000 τ. χλμ. Η μέση παροχή του κυμαίνεται γύρω στα 20.000-22.000 κ.μ./δευτ. κοντά στους καταρράκτες της Βικτόριας. Ο ποταμός αυτός πηγάζει σε υψόμετρο 1.100 μ., σε μικρή απόσταση από τα βορειοδυτικά σύνορα της χώρας, κοντά στον υδροκρίτη της κονγκολέζικης λεκάνης. Στο πρώτο τμήμα της διαδρομής του ο Ζαμβέζης παραμένει σε μια κοίτη λίγο βαθιά, με αποτέλεσμα στην Mπαροτσελάνδη να κατακλύζει περιοδικά τις γύρω πεδιάδες, καθιστώντας τις εύφορες με τη λάσπη του. Στη συνέχεια, μετά τον καταρράκτη της Γκόνια, εισέρχεται σε μια στενή και βαθιά κοιλάδα, όμοια συχνά με βαθιά χαράδρα. Εκεί διακόπτεται πολλές φορές από μικρούς και μεγάλους καταρράκτες, ανάμεσα στους οποίους αναφέρουμε τον Mπούμπα, τον Kατίμα Mουλίλο, τους περίφημους καταρράκτες που ανακάλυψε ο Λίβινγκστον το 1855 και τους έδωσε το όνομα της βασίλισσας Βικτορίας και, τέλος, στη Μοζαμβίκη πια, τους καταρράκτες του Kεμπραμπάσα. Ο Ζαμβέζης δέχεται ένα μεγάλο αριθμό παραποτάμων, ανάμεσα στους οποίους ιδιαίτερα πλούσιοι είναι αυτοί που βρίσκονται στα αριστερά του. Από την πλευρά αυτή βρίσκεται ο Kαμπόμπο· πιο κάτω, πέρα από την κλεισώρεια της Kαρίμπα, που φράζεται σήμερα από το ομώνυμο μεγάλο φράγμα, το οποίο σχηματίζει μια μεγάλη τεχνητή λίμνη (λίμνη Kαρίμπα, μήκους 250 χλμ., με χωρητικότητα 110 δισ. κ.μ.), βρίσκεται η συμβολή με τον Kαφούε, τον μεγαλύτερο ποταμό που ρέει ολόκληρος στη Ζ. (800 χλμ.), ο οποίος πηγάζει κι αυτός κοντά στα σύνορα με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Ακόμα, από αριστερά, στα σύνορα με τη Μοζαμβίκη, ο Ζαμβέζης δέχεται τον Λουάνγκουα, που ρέει για 640 χλμ. κατά μήκος των ανατολικών πλαγιών της οροσειράς των Mουτσίνγκα. Και από δεξιά όμως ο Zαμβέζης δέχεται μερικούς σημαντικούς παραποτάμους, που πηγάζουν από την Αγκόλα και ρέουν τουλάχιστον κατά ένα μέρος στη Ζ., όπως ο Λουανγκίνγκα ή άλλοι που προέρχονται από τη Ζιμπάμπουε, όπως ο Σανγκάνι και ο Oυμνιάτι. Το βόρειο τμήμα της χώρας αποστραγγίζεται, αντίθετα, στον ποταμό Κονγκό μέσω της λίμνης Mουέρου.Η Ζ. ήταν κατοικημένη από την παλαιολιθική ακόμα εποχή, όπως αποδεικνύουν οι ανακαλύψεις της Kαμπούε (Mπρόκεν Xιλ), οι οποίες αναφέρονται σε ροδεσιανούς παλαιανθρώπους. Αρχαιότατες ομάδες ανθρώπων του μεσολιθικού πολιτισμού, ανάμεσά τους και οι Βουσμάνοι, ήρθαν από άλλους τόπους και κατοίκησαν στα υψίπεδα της χώρας. Σταδιακά άρχισαν να μετακινούνται προς τον νότο και σήμερα είναι εγκατεστημένοι στη ζώνη-καταφύγιο της Καλαχάρι. Οι αμέσως επόμενοι που ήρθαν από τα υψίπεδα του λεκανοπεδίου μεταξύ Zαμβέζη και Κονγκό ήταν οι Οτεντότοι. Πολύ παλιά φυλή είναι και οι Μπατούα της λίμνης Mπανγκουεούλου. Ο σημερινός πληθυσμός, πάντως, εγκαταστάθηκε στη χώρα σε πιο πρόσφατα χρόνια. Μεταναστευτικά κύματα, στα τέλη του 16ου αι. και στις αρχές του επόμενου, έφεραν σε αυτή την περιοχή της νότιας Αφρικής πολυάριθμες φυλές από το λεκανοπέδιο του Κονγκό και από τον νότο, που εγκαταστάθηκαν στα υψίπεδα της Ζ. Ήταν εθνότητες της νότιας Αφρικής και Ζουλού της αυτοκρατορίας Τσάκα, που διεύρυνε τα σύνορά της. Πιο παλιά (12ος αι.) είναι η εγκατάσταση των Mπατόνγκα και των Μπάλα στις βόρειες και νότιες περιοχές του Zαμβέζη. Σε άλλο λεκανοπέδιο του Zαμβέζη εγκαταστάθηκαν τα τελευταία χρόνια οι Mπαρότσε. Το εθνικό πλαίσιο της Ζ. εμφανίζεται πολυσύνθετο, με κοινή όμως πολιτιστική κληρονομιά και παραδόσεις. Οι ογδόντα φυλές που την κατοικούν παρουσιάζουν την ίδια γλωσσική ομοιότητα με τα φύλα Μπαντού των Mπαμπέμπα, των Mπατόνγκα, των Nιάνζα, των Mπαλούντα, των Mπαρότσε, των Mπαμπούε και των Mπατουμπούκα. Η πρώτη αξιοσημείωτη εγκατάσταση των Ευρωπαίων έγινε μεταξύ 1905 και 1909, όταν κατασκευαζόταν η σιδηροδρομική γραμμή της Mπουλαουάγιο, από την British South Africa Company.Σήμερα, η μέση πυκνότητα στη χώρα είναι 13 κάτ. ανά τ. χλμ., ενώ ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του πληθυσμού είναι της τάξης του 1,93%. Το προσδόκιμο ζωής είναι 37 χρόνια για τους άνδρες και 37,5 για τις γυναίκες.Στις αγροτικές περιοχές, όπου ζει και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της χώρας, η εγκατάσταση εξαρτάται από το είδος της ζωής και από το περιβάλλον και την παραγωγή του κάθε χωριού. Το τυπικό χωριό είναι συγκεντρωμένο γύρω από το κράαλ, περιοχή αφιερωμένη στην εκτροφή και στην εγκατάσταση ζώων. Ο τύπος κατοικίας διαφέρει από τόπο σε τόπο· γενικά όμως οι καλύβες είναι κυλινδρικές, έχουν στέγη σε σχήμα κώνου και οι τοίχοι τους είναι σκεπασμένοι τον χειμώνα με άργιλο που αφαιρείται τις θερμές εποχές για δροσιά και αερισμό. Διαδεδομένες ακόμα είναι οι καλύβες σε σχήμα ορθογώνιο, με τοίχους από λάσπη και στέγη σκεπασμένη με φυτικά υλικά. Στην Mπαροτσελάνδη, το είδος κατοικίας των Mπαρότσε είναι κυλινδροκωνική καλύβα. Το χωριό των Mπαρότσε διαφέρει από το τυπικό κράαλ, σε ό,τι αφορά τη διάταξη των καλυβών, που είναι καθαρά ιεραρχική. Προνοητικοί επίσης οι Mπαρότσε, κατασκευάζουν τις καλύβες τους σε περιοχές σχετικά ανυψωμένες για να αποφεύγουν τις κατά καιρούς πλημμύρες.Ο αστικός πληθυσμός της Ζ. αποτελεί το 55,6% του συνολικού πληθυσμού της χώρας, ποσοστό αρκετά υψηλό για την αφρικανική ήπειρο. Εκτός από τις πόλεις υπάρχουν και ορισμένα οργανωμένα αστικά κέντρα, όπως της Kόπερμπελτ, της περιοχής της λεγόμενης σιδηροδρομικής γραμμής της Ροδεσίας. Οι περισσότερες πόλεις της Ζ. έχουν ευρωπαϊκή δομή, δηλαδή γύρω από το κέντρο δημιουργούνται συνοικίες με μονοκατοικίες χτισμένες στη σειρά (όπως στα περίχωρα της Λουσάκα). Η έκταση των πόλεων συνεχώς μεγαλώνει και σε πολλές περιπτώσεις δημιουργούνται ολόκληρες συνοικίες από καλύβες, οι οποίες μάλιστα κατασκευάζονται με τον παραδοσιακό τρόπο της φυλής που κατοικεί στην κάθε συνοικία. Τα κυριότερα αστικά κέντρα της χώρας, εκτός από την πρωτεύουσα Λουσάκα (1.318.000 κάτ., βλ. λ.), είναι (σε παρένθεση ο πληθυσμός τους, κατ’ εκτίμηση το 2002) η Κιτούε (768.000, βλ. λ.), η Ντόλα (590.000, βλ. λ.), η Τσινγκόλα (151.000, βλ. λ.), η Μουφουλίρα (131.000, βλ. λ.) και η Κάμπουε (213.800, βλ. λ.).Η Ζ. είναι μία από τις πιο πλούσιες αφρικανικές χώρες με δυνατότητες να είναι αυτάρκης στην παραγωγή τροφίμων. Ο ορυκτός της πλούτος (χαλκός, κοβάλτιο, μόλυβδος, σμαράγδια, αμέθυστος κλπ.) της προσφέρει επίσης μεγάλες δυνατότητες εξαγωγών. Το γεγονός όμως ότι η οικονομία της στηρίζεται κυρίως στην εξαγωγή χαλκού προκάλεσε στη δεκαετία του 1980 προβλήματα στην οικονομία, αφού οι τιμές στη διεθνή αγορά είχαν πέσει σημαντικά. Στα οικονομικά προβλήματα συνέτεινε και η κακή διοίκηση και η διαφθορά του καθεστώτος, που βρισκόταν στην εξουσία για πολλά χρόνια. Στη δεκαετία του 1990, η κυβέρνηση προχώρησε στη λήψη μέτρων ύστερα από συνεννόηση με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο· συγκεκριμένα, προχώρησε στην υποτίμηση του νομίσματος, ενώ παράλληλα ανακοίνωσε μέτρα για περιορισμό των δημοσίων δαπανών, ιδιωτικοποίηση κρατικών εταιρειών και οργανισμών και κίνητρα για την προσέλκυση επενδύσεων. Τα μέτρα αυτά –ιδιαίτερα οι ιδιωτικοποιήσεις και κυρίως αυτή της κρατικής εταιρείας χαλκού– προκάλεσαν σοβαρές αναταραχές, γιατί οδήγησαν στην αύξηση της ανεργίας, η οποία ήταν ήδη πολύ υψηλή. Το 2001, το ΑΕΠ της χώρας ήταν 8.500 εκατ. δολάρια ΗΠΑ, και το κατά κεφαλήν εισόδημα 870 δολ. Ο πληθωρισμός την ίδια χρονιά ήταν 21,5% και η ανεργία τεράστια (ίσως κοντά στο 50%). Με την αγροτική οικονομία ασχολείται το 68,5% του ενεργού πληθυσμού, ενώ με τον ορυκτό πλούτο και τη βιομηχανία το 31,5%. Η ενέργεια προέρχεται κυρίως από υδροηλεκτρικούς σταθμούς.Η γεωργία απασχολεί περίπου το 68,5% του πληθυσμού. Το κλίμα και το έδαφος είναι ευνοϊκά για την ανάπτυξή της, αλλά η καλλιεργημένη επιφάνεια είναι ακόμα σχετικά περιορισμένη και το 38,1% του εδάφους καλύπτεται από δάση. Ένα πρόγραμμα ανασύστασης που υιοθετήθηκε είχε σκοπό να αυξήσει τις καλλιεργημένες επιφάνειες και το 1975 έδωσε τα πρώτα αποτελέσματα με μια σταθερή παραγωγή ζάχαρης και σιταριού. Όμως, η όχι και τόσο συστηματική καλλιέργεια ειδών διατροφής απαιτεί ακόμα τη διενέργεια σημαντικών εισαγωγών. Και στη Ζ. είναι φανερή η διαφορά μεταξύ γεωργίας για διατροφή και γεωργίας για εμπόριο. Το είδος που καλλιεργείται περισσότερο είναι το καλαμπόκι. Μικρότερη σημασία δίνεται στα άλλα δημητριακά, δηλαδή στο σιτάρι, στη σόγια, στο κεχρί, στη μανιόκα και στη γλυκοπατάτα. Το κύριο εμπορεύσιμο γεωργικό προϊόν είναι ο καπνός, που καλλιεργείται γύρω από τη σιδηροδρομική γραμμή που οδηγεί από την πόλη Λίβινγκστον στη Λουσάκα.Οι πρώτες πληροφορίες για τη χώρα παρέχονται από τους Πορτογάλους που την εξερεύνησαν γύρω στο τέλος του 18ου αι. Στα μέσα του 19ου αι., το έδαφος της σημερινής Ζ. έγινε αντικείμενο επιδρομών των Αράβων από βορρά, των Ανγκόνι (μιας ομάδας Ζουλού) από τον νότο και των Kαλόλο (μιας ομάδας Σότο) επίσης από τον νότο. Μερικοί Πορτογάλοι έμποροι διέσχισαν τα εδάφη της σημερινής Ζ. πριν ακόμα ο Ντέιβιντ Λίβινγκστον ολοκληρώσει στην περιοχή τα εξερευνητικά του ταξίδια. Μεταξύ του 1847 και του 1849 εξερεύνησε την Mπετσουαναλάνδη, διέσχισε την έρημο Καλαχάρι (ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος) και ανακάλυψε τη λίμνη Nγκάμι. Στο δεύτερο ταξίδι του (1853-56) ο Λίβινγκστον ταξίδεψε ξανά στο μεγαλύτερο μήκος του Zαμβέζη και έφτασε το 1854 στη Λουάντα, στις ακτές του Ατλαντικού. Από εκεί επέστρεψε στον Zαμβέζη, του οποίου διένυσε όλο το μήκος, ανακαλύπτοντας (1855) τους μεγαλειώδεις καταρράκτες στους οποίους έδωσε το όνομα Βικτόρια, τιμώντας την τότε βασίλισσα της Μεγάλης Βρετανίας. Τέλος, αφού είχε διασχίσει το υψίπεδο Mπατόκα, έφτασε στην Kουελιμάνε, στις ακτές του Ινδικού ωκεανού, στις 20 Μαΐου 1859, συμπληρώνοντας την πρώτη διέλευση της κεντρικής Αφρικής. Αφού έμεινε για λίγο στην Αγγλία, κατά τη διάρκεια του τρίτου εξερευνητικού ταξιδιού του (1858-64) ανακάλυψε τη λίμνη Nιάσα και εκεί ίδρυσε μια αποστολή που αποτέλεσε τον πυρήνα της βρετανικής αποικίας στη Nιασαλάνδη. Το τελευταίο του ταξίδι (1866-73) είχε σκοπό την εξερεύνηση της περιοχής των μεγάλων ισημερινών λιμνών. Φεύγοντας από τη Ζανζιβάρη, ο Λίβινγκστον έφτασε στην Τανγκανίκα (Απρίλιος του 1867), ανακάλυψε τη λίμνη Mουέρου (Νοέμβριος 1867), τη λίμνη Mπανγκουεούλου (Ιούνιος 1868) και κατόρθωσε να φτάσει στη Nιάνγκουε και στη Λουαλάμπα (Μάρτιος 1871). Μαζί με τον Xένρι Mόρτον Στάνλεϊ συμπλήρωσε τον περίπλου της Tανγκανίκα, και μετά οι δύο εξερευνητές χώρισαν. Ο Λίβινγκστον πέθανε δύο χρόνια αργότερα (1873) στο Tσιτάμπο, ένα χωριό στη βόρεια Ζιμπάμπουε (πρώην Ροδεσία). Τον Ιούνιο του 1889 ο Σέσιλ Pόουντς, πρόεδρος της Bρετανικής Nοτιοαφρικανικής Eταιρείας (BSAC), εξασφάλισε από τον βασιλιά των Mπαρότσε, Λεουανίκα, την υπογραφή μιας σύμβασης με την οποία παραχωρούνταν ξεχωριστά προνόμια στην εταιρεία. Τον επόμενο χρόνο η βρετανική κυβέρνηση έκανε γνωστό στον Λεουανίκα ότι βρισκόταν υπό την προστασία της βασίλισσας της Μεγάλης Βρετανίας. Στις 17 Οκτωβρίου 1900 η BSAC υπέγραψε με τον βασιλιά Λεουανίκα και τους αρχηγούς του τη λεγόμενη Παραχώρηση της Mπαροτσελάνδης, σύμφωνα με την οποία η εταιρεία έπαιρνε τα προνόμια των μεταλλείων και του εμπορίου στο εσωτερικό του βασιλείου με ανταμοιβή μια ετήσια επιχορήγηση προς τον βασιλιά. Στο μεταξύ, τον Φεβρουάριο του 1891, ο Σέσιλ Pόουντς είχε ζητήσει από την κυβέρνηση του Λονδίνου τη δυνατότητα να επεκτείνει την ακτίνα δράσης της BSAC και στη βορειοανατολική Ροδεσία. Η αίτηση έγινε δεκτή με τον όρο ότι θα διοικούσε τη Nιάσα απεσταλμένος και η BSAC θα αναλάμβανε τις σχετικές ευθύνες. Έτσι και έγινε, αλλά τον Ιούλιο του 1895 η BSAC ανέλαβε την υποχρέωση της απευθείας διοίκησης της περιοχής, ο κανονισμός της οποίας ορίστηκε με τη Διάταξη του Συμβουλίου για τη βορειοανατολική Ροδεσία (1900). Το 1911 οι δύο περιοχές ενσωματώθηκαν με το μοναδικό τμήμα της ανατολικής Ροδεσίας. Την 1η Απριλίου 1924, μετά από συμφωνία με την BSAC, η περιοχή τέθηκε υπό το βρετανικό στέμμα, με άμεση εξάρτηση από το αποικιακό γραφείο της βόρειας Ροδεσίας. Το 1958 δημιουργήθηκε το Ριζοσπαστικό Αφρικανικό Κόμμα υπό τον Kένεθ Kάουντα που έδωσε ζωή στο UNIP (Ενωμένο Εθνικό Κόμμα Ανεξαρτησίας). Εξαιτίας της δράσης αυτού του κόμματος, η αγγλική κυβέρνηση ανήγγειλε το 1962 τις πρώτες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις για την αρχή της εδαφικής ανεξαρτησίας και τον Ιανουάριο του 1964 το προτεκτοράτο απέκτησε εσωτερική αυτονομία, για να γίνει στις 24 Οκτωβρίου 1964 ανεξάρτητο κράτος με την ονομασία Δημοκρατία της Ζ. και μέλος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Πρώτος πρόεδρος της δημοκρατίας εξελέγη ο εθνικιστής ηγέτης Kένεθ Kάουντα. Τον Δεκέμβριο του 1972 η Ζ. ανακηρύχθηκε μονοκομματικό κράτος και τον Ιανουάριο του 1973 οι αρχές της Ζιμπάμπουε έκλεισαν τα σύνορα με τη Ζ. Τον Δεκέμβριο του 1978 ο Kένεθ Kάουντα εξελέγη και πάλι πρόεδρος, ως μοναδικός βέβαια υποψήφιος, για τέταρτη συνεχόμενη θητεία. Παρά την εφαρμογή σκληρών οικονομικών μέτρων λιτότητας το 1982 και το 1983, ο Kάουντα επανεξελέγη πρόεδρος τον Οκτώβριο του 1983, ενώ λίγο αργότερα εφάρμοσε έκτακτη νομοθεσία για να εμποδίσει απεργίες σε κρίσιμους τομείς του δημόσιου τομέα. Την περίοδο 1985-87 η κυβέρνηση επέβαλε νέα μέτρα λιτότητας για να αντιμετωπίσει τις οικονομικές δυσκολίες, με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν ταραχές. Μετά από βίαιες διαδηλώσεις στην περιοχή παραγωγής του χαλκού, κατά τις οποίες υπήρξαν και νεκροί, η κυβέρνηση επανέφερε τις επιδοτήσεις βασικών αγαθών. Κατά την περίοδο αυτή ο Kένεθ Kάουντα κατήγγειλε την κυβέρνηση της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας για απόπειρες ανατροπής του. Διεξήχθησαν εκλογές τον Οκτώβριο του 1988 και ο Kάουντα ήταν ο μόνος υποψήφιος. Κατά τη διάρκεια του 1989 σημειώθηκαν ταραχές και διαδηλώσεις εργαζομένων και φοιτητών για τις αυξήσεις στα βασικά είδη, ενώ η κυβέρνηση προχώρησε και σε απολύσεις υπουργών που κατηγορούνταν για διαφθορά. Το 1990 ο Kάουντα εξήγγειλε δημοψήφισμα για την εισαγωγή του πολυκομματισμού. Αμέσως μετά, συγκροτήθηκε το Κίνημα για την Πολυκομματική Δημοκρατία, που είχε ανάμεσα στην ηγετική του ομάδα τον πρόεδρο των συνδικάτων Φρέντερικ Tσιλούμπα και το οποίο γρήγορα απέκτησε λαϊκή υποστήριξη. Ο Kάουντα προσπάθησε να καθυστερήσει την εισαγωγή του πολυκομματικού συστήματος, αλλά τελικά αναγκάστηκε να προτείνει ο ίδιος πολυκομματικές εκλογές, εγκαταλείποντας την ιδέα του δημοψηφίσματος. Τον Δεκέμβριο του 1990 ο Kάουντα υιοθέτησε τις συνταγματικές αλλαγές που απαιτούνταν για την ελεύθερη λειτουργία των πολιτικών κομμάτων και στις αρχές του 1991 αρκετά στελέχη του κυβερνητικού κόμματος παραιτήθηκαν για να προσχωρήσουν στο κίνημα της αντιπολίτευσης. Στις αρχές του 1991 ο Kάουντα συμφώνησε με τις περισσότερες από τις προτεινόμενες συνταγματικές αλλαγές και αποδέχθηκε τα αιτήματα της αντιπολίτευσης καθώς και την παρουσία διεθνών παρατηρητών στις εκλογές. Τον Οκτώβριο του 1991 ο Tσιλούμπα επικράτησε του Kάουντα με ποσοστό 76% στις προεδρικές εκλογές, ενώ το Κίνημα για την Πολυκομματική Δημοκρατία εξασφάλισε την πλειοψηφία των εδρών στην εθνοσυνέλευση. Ο Tσιλούμπα ανέλαβε τα καθήκοντα του προέδρου και προχώρησε σε ριζική αναδιοργάνωση του δημόσιου τομέα καθώς και στην κατάργηση πολλών παρακρατικών οργανώσεων. Στα μέσα του 1992, όμως, άρχισε να οργανώνεται η αντιπολίτευση εναντίον της κυβερνητικής πολιτικής, ενώ μια ομάδα πανεπιστημιακών εξέφρασε τη διαφωνία της μέσα στο νέο κυβερνητικό κόμμα ζητώντας από τον Tσιλούμπα πιο δημοκρατική διαχείριση. Εξελίξεις, όμως, υπήρξαν και στο κόμμα του Kάουντα, από το οποίο ο πρώην ηγέτης απομακρύνθηκε και εξελέγη ως πρόεδρός του ο Kέμπι Mουσοκοτουάνε. Τον Μάρτιο του 1993 ο Tσιλούμπα κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και προχώρησε σε συλλήψεις, ακόμη και των τριών γιων του Kάουντα. Το 1996 διεξήχθησαν νέες εκλογές, που παγίωσαν την κρατούσα κατάσταση. Τον Οκτώβριο του 1997 εμφανίστηκε ο συνταγματάρχης Στέφεν Λούνγκου (αυτοαποκαλούμενος Κάπτεν Σόλο), ο οποίος κατέλαβε τον εθνικό ραδιοσταθμό και μετέδωσε την πτώση του Τσιλούμπα. Ο Λούνγκου αργότερα συνελήφθη και φυλακίστηκε. Τον Απρίλιο του 1999 τα κόμματα της αντιπολίτευσης σχημάτισαν μια αντικυβερνητική συμμαχία με σκοπό την παραίτηση του Τσιλούμπα, κάτι που έγινε το 2001 οπότε πρόεδρος της χώρας εξελέγη ο Λέβι Μουαναουάσα, ο οποίος ανέλαβε και το δύσκολο έργο της καταπολέμησης της ανεργίας σε μια χώρα της οποίας η οικονομία βασίζεται μόνο στον χαλκό.Μία άλλη ενδιαφέρουσα φυλή είναι οι Mπατόνγκα που κατοικεί στα υψίπεδα της περιοχής Mαζαμπούκα και ασχολείται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Οι Mπατόνγκα είναι σπουδαίοι κυνηγοί, τέλεια εξοπλισμένοι με δίχτυα, ακόντια και σκύλους. Το κυνήγι του ελέφαντα τους απέφερε σε προηγούμενες εποχές μεγάλα κέρδη. Σήμερα ασχολούνται και με το ψάρεμα στις ακτές του Zαμβέζη.Η Ζ. είναι μια χώρα που αποτελείται από πολλές εθνότητες. Υπάρχουν δεκάδες φυλές, μεγάλες και μικρές, καθεμία από τις οποίες χωρίζεται σε μικρότερες, με τοπική διοίκηση. Η πιο ενδιαφέρουσα φυλή είναι των Mπαρότσε που ζει στην Mπαροτσελάνδη, μια εκτεταμένη κοιλάδα 200 χλμ. μακριά από τον Zαμβέζη. Κάθε χρόνο, από τον Ιανουάριο έως τον Μάιο, η πεδιάδα γεμίζει νερό, γι’ αυτό και οι Mπαρότσε χτίζουν τα χωριά τους στους γύρω λόφους οι οποίοι, επειδή προστατεύονται, προσλαμβάνουν από τον πληθυσμό θρησκευτική σημασία. Διατηρούν με ζήλο προνόμια της καταγωγής παρότι στη φυλή τους συχνά συγχωνεύονται και απορροφούνται άλλες μικρότερες. Οι αμιγείς της φυλής, εκτός από την κατοχή γης στην κοιλάδα, ως διακριτικό φέρουν ένα ανάποδο V χαραγμένο ανάμεσα στα επάνω δόντια, ειδικά κοψίματα στο μπράτσο και τρύπες στα αφτιά. Χωρίς αυτά τα σημάδια οι άντρες δεν θα ξαναγύριζαν στον θεό Nιάμπε και οι γυναίκες τους στη θεά σύζυγό του, Nασιλέλε. Η θρησκεία τους βασίζεται στον μεγάλο αρχηγό, τον τσιτιμουκουλού, και στο πνεύμα του. Ο αρχηγός, του οποίου η οικογένεια φορά το στέμμα του κροκόδειλου, είναι απόγονος 25 προγόνων, που όλοι τους υπήρξαν αρχηγοί, και κληρονομεί τα πνεύματα (μιπάσι) των προγόνων του. Ορισμένα έθιμα είναι κοινά σε όλες τις φυλές της Ζ. και της Ζιμπάμπουε. Ένα από αυτά είναι η συνήθεια να εξευμενίζουν τους θεούς τρεις φορές τον χρόνο: μία πριν από τις βροχές, μία όταν τα προϊόντα της καινούργιας εποχής θα χρησιμοποιηθούν για πρώτη φορά και μία άλλη στη γιορτή των μηνών, όταν γίνεται η αποθήκευση των προϊόντων της γης. Τα έθιμα του γάμου είναι ίδια στις διάφορες φυλές, η κοινωνία τους είναι μητριαρχική και ο άντρας αποκτά δικαιώματα πάνω στη γυναίκα με την καταβολή ενός ποσού. Αν και ο πατέρας έχει συναισθηματικούς και προσωπικούς δεσμούς με τα παιδιά του, εκείνα μένουν προσκολλημένα στον αδελφό της μητέρας τους και έχουν ισχυρούς δεσμούς μαζί του, αναγνωρισμένους από τους ηθικούς και νομικούς κώδικες της φυλής.Σύμφωνα με στοιχεία του Αρχείου Ομογενειακών Οργανώσεων, το 2001 διέμεναν στη Ζ. 700 Έλληνες. Είναι μάλιστα συγκροτημένοι σε δύο ελληνικές κοινότητες, που εδρεύουν η μία στην πρωτεύουσα Λουσάκα και η άλλη στην Κιτούε. Χαρακτηριστικές αμφιέσεις θρησκευτικής τελετής στη Ζάμπια. Ο Λεβί Μουαναουάσα εξελέγη το 2001 πρόεδρος της Ζάμπια (φωτ. ΑΠΕ). Χαρτονόμισμα των 100 κουάτσα της Ζάμπια, που εκδόθηκε το 2001. H περιοχή των μεταλλευμάτων Kόπερμπελτ βρίσκεται στη συνέχεια της περιοχής του χαλκού του Κονγκό. O χαλκός παρέχει το 90% του εισοδήματος και απασχολεί το 15% του εργατικού δυναμικού της Ζάμπια. Ο πρώτος πρόεδρος της δημοκρατίας της Ζάμπια Κένεθ Κάουντα (φωτ. ΑΠΕ). Οικισμός στο εθνικό πάρκο των καταρρακτών της Βικτόριας, στον ποταμό Ζαμβέζη. Μερική άποψη της Λουσάκα. Παρά την έκδηλη ανομοιότητα των κτιρίων, η πρωτεύουσα της Ζάμπια έχει αναπτυχθεί κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Οι καταρράκτες της Βικτόριας στον Ζαμβέζη, τον ποταμό που πηγάζει από το βορειοδυτικό άκρο της Ζάμπια και χωρίζει τα σύνορα ανάμεσα στη Ζάμπια και στη Ζιμπάμπουε. Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ζάμπια Έκταση: 752.614 τ. χλμ. Πληθυσμός: 10.285.631 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Λουσάκα (1.318.000 κάτ. το 2002)
Dictionary of Greek. 2013.